- φθειριστικη
- φθειριστικήἡ (sc. τέχνη) искусство удаления вшей Plat.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
φθειριστικός — ή, όν, Α [φθειρίζω] 1. αυτός που αναζητεί ψείρες 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ φθειριστική (ενν. τέχνη) η τέχνη τής αναζήτησης και τής εξόντωσης τών ψειρών … Dictionary of Greek